- ωτοειδής
- ης, ες по форме напоминающий ухо, ухообразный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτοειδής — ές / ὠτοειδής, ές, ΝΑ όμοιος με αφτί, αυτός που έχει το σχήμα τού αφτιού νεοελλ. φρ. «ωτοειδές ιστίο» ναυτ. τριγωνικό τραπεζόσχημο ιστίο που χρησιμοποιείται σε στενές λέμβους ή σε μεγαλύτερα ιστιοφόρα, κν. αφτί ή ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός… … Dictionary of Greek
ὠτοειδέσι — ὠτοειδής like an ear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτοειδῶς — ὠτοειδής like an ear adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)